- ολβιόθυμος
- ὀλβιόθυμος, -ον (Α)αυτός που παρέχει χαρά στην ψυχή («ὀλβιόθυμος ζωή», Ορφ. Ύμν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλβιόθυμον — ὀλβιόθυμος heart gladdening masc/fem acc sg ὀλβιόθυμος heart gladdening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek